πολυκρατώ

πολυκρατώ
(I)
-άω, Ν
διαρκώ πολύ ή διατηρούμαι πολύ (α. «η βροχή δεν πολυκράτησε» β. «τα ψάρια δεν πολυκρατάνε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κρατώ «διατηρώ, διαρκώ»].
————————
(II)
-έω, Α [πολυκρατής]
έχω πολλή δύναμη, είμαι πολύ ισχυρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”